Σουνιέως

Σουνιέως
Σουνιέω̆ς , Σουνιεύς
a man of Sunium
masc gen sg
Σουνιεύς
a man of Sunium
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουνιεύς — έως και ῶς, ὁ, πληθ. εῑς και ῆς, Α [Σούνιον] αυτός που κατάγεται από την περιοχή τού Σουνίου («ὁ τοῡ Σουνιέως Εὐφρονίου ἐστί», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”